ιεροκρατία

ιεροκρατία
η
η πολιτική και κοινωνική κυριαρχία τών κληρικών, η υποταγή τής πολιτικής εξουσίας στην εκκλησιαστική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocracy < hiero- (πρβλ. ιερ(ο)-*) + -cracy (πρβλ. -κρατία < κράτος). Η λ. απαντά από το 1835 στον Παναγ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιεροκρατία — η πολιτική και κοινωνική κυριαρχία των κληρικών, υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην εκκλησιαστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιεροκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροκρατία («ιεροκρατικό σύστημα») 2. (για πρόσ.) ο οπαδός τού διοικητικού συστήματος τής ιεροκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocratic < hierocracy (πρβλ. ιεροκρατία). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”